Τα έργα μου κατά βάση είναι ρεαλιστικά. Μου αρέσει όμως να ανατρέπω το ρεαλισμό χρησιμοποιώντας πλακάτες επιφάνειες με μοτίβα. Σαν να ακυρώνει αλλά ταυτόχρονα να υποστηρίζει το ένα το άλλο. Τον πρώτο και τον τελευταίο ρόλο τον έχει το θέμα μου. Στρέφω τις δυνάμεις μου στην αφήγηση και μάλιστα στο αφηγούμενο. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν με απασχολεί το σχέδιο και το πλάσιμο της φόρμας. Μου αρέσει να μιλάω με εικόνες. Εικόνες που αφηγούνται, που τρομάζουν, που σοκάρουν που προβληματίζουν, που κεντρίζουν τη σκέψη. Άλλοτε έχουν να κάνουν με την παιδική ψυχή, άλλοτε με την φθορά που φέρνει ο χρόνος στην τρίτη ηλικία και άλλοτε με την καταπίεση και τον εγκλωβισμό σε χώρους εργασίας.
Στην πρώτη έκθεση ανέτρεψα την πραγματικότητα εικονογραφώντας με μια ιδιαίτερη ποπ-ρεαλιστική γραφή, ακραίες ή αντιφατικές καθημερινότητες της τρίτης ηλικίας. Ανάμεσα στα θέματά μου, μια ηλικιωμένη γυναίκα που παίζει με κούκλες, μια άλλη με «πι» που σέρνει πίσω της έναν καθετήρα και μια νεότερη που πίνει χάπια από ένα τεράστιο μπιμπερό. Στο πιο χαρακτηριστικό, ίσως έργο η υπερήλικη γιαγιά μου απεικονίζεται μπροστά στη βουλή των Ελλήνων σαν σκέιτερ, ξαναγυρίζοντας σε μια εποχή αθωότητας και ξεγνοιασιάς πέρα από τους καθιερωμένους περιορισμούς και συμβάσεις μιας ηλικίας που ταυτίζεται με τη φθορά και την αγωνία του θανάτου. Σε μια κωμική και ευαίσθητη αντιστροφή, η υπέργηρη γυναίκα παίζει ολοζώντανη, χλευάζοντας τα γηρατειά και το θάνατο.
Σε μια παρόμοια αντιστροφή, τα κοριτσάκια – ηρωίδες των παραμυθιών ανατρέπουν τους συμβατικούς τους ρόλους: μας κοιτούν επίμονα, αποφασιστικά μέσα από το παραμύθι τους, είναι παιδιά, αλλά μοιάζουν ενήλικα και δείχνουν να ξέρουν περισσότερα από εμάς. Ακροβατώντας ανάμεσα στην αθωότητα του παραμυθιού και την απειλή της πραγματικότητας μας καλούν να εξιχνιάσουμε τη μοίρα τους και να λύσουμε τον δικό τους γρίφο. Αν και πρόκειται για φιγούρες ονειρικές, υπερβατικές, εξωπραγματικές με παγωμένα ψυχρά χρώματα τονίζοντας την ανυπαρξία τους, κατά βάθος είναι κοριτσάκια που ενσαρκώνουν τον αθώο ανυπεράσπιστο εαυτό μας, ο οποίος κινδυνεύει από την εκμετάλλευση, την κακοποίηση, τη φυσική καταστροφή.
Στην καθαρά αυτοβιογραφική ενότητα μια θέση στο δημόσιο χλευάζω με πικρό και σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ, αποβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο ότι με τρομάζει, τον εγκλωβισμό του καθενός μας από το σύστημα και την ατελείωτη γραφειοκρατία που του μηδενίζει, του ακυρώνει την προσωπικότητα του τσαλαπατάει το εγώ του κάνοντάς τον μια μηχανή παραγωγής του τίποτα. Τέλος τον διαμορφώνει-μεταμορφώνει σε ένα άβουλο πλάσμα ρουφώντας από μέσα του κάθε ίχνος ζωής. Δέσμιοι των γραφείων τους σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι τους οι δημόσιοι υπάλληλοι άλλοτε ως νέοι κάνουν όνειρα, ενώ ως ηλικιωμένοι τα όνειρά τους είναι κλεμμένα από κάτι πιο μεγάλο και πιο δυνατό που δεν μπορούν να πολεμήσουν, άλλοτε καταρρέουν πάνω στο έγγραφο που επικυρώνουν και άλλοτε με ένα κλουβί στο κεφάλι τους που τους έχει εγκλωβίσει τον εγκέφαλο διαλύοντας την σκέψη τους και τους έχει δέσει τα χέρια, έχουν δεχτεί τη μοίρα τους.
Τα πρόσωπα που συναντάμε στα τελάρα είναι συνάδελφοι, φίλοι, μαθητές και συγγενείς μου. Αυτή η οικειότητα μού είναι απαραίτητη. Η έμμεση ή η άμεση αυτοβιογράφιση και η καταγραφή γνώριμων χώρων και προσώπων είναι το κουκούλι της δημιουργικότητάς μου.
Τέλος, το αγαπημένο μου κουνέλι που εμφανίζεται σε πολλούς πίνακες, έχοντας άλλοτε πρωταγωνιστικό και άλλοτε δευτερεύοντα ρόλο, λειτουργεί σαν ξόρκι-ξορκίζοντας το κακό, την ενοχή και τη μοναξιά, εκφράζοντας την παιδική αθωότητα που κρύβεται μέσα μου.